τορογλυφεύς

τορογλυφεύς
-έως, ὁ, Α
γλύφανο ή τρυπάνι που χρησιμοποιούσαν οι κατασκευαστές αναγλύφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόρος «τρυπάνι» + γλύφω + κατάλ. -εύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”